- έποικος
- ο1. ξένος εγκαταστημένος σε τόπο ήδη κατοικημένο.2. ο άποικος, ο εγκαταστημένος σε αποικία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔποικος — settler masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… … Dictionary of Greek
ἔποικον — ἔποικος settler masc/fem acc sg ἔποικος settler neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκοις — ἔποικος settler masc/fem/neut dat pl ἐπέοικε perf opt act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκους — ἔποικος settler masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκων — ἔποικος settler masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποικα — ἔποικος settler neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποικοι — ἔποικος settler masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… … Dictionary of Greek
εποικώ — (AM ἐποικῶ, έω) εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.) αρχ. 1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῡντες ὑμῑν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.) 2. παθ. ἐπικοῡμαι (για χώρα) κατέχομαι… … Dictionary of Greek